↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λεμονάδικο τα λεμονάδικα
      γενική του λεμονάδικου των λεμονάδικων
    αιτιατική το λεμονάδικο τα λεμονάδικα
     κλητική λεμονάδικο λεμονάδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λεμονάδικο < λεμόν(ι) + -άδικο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /le.moˈna.ði.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λε‐μο‐νά‐δι‐κο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λεμονάδικο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • λεμονάδικο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)