λεβαντίνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαλεβαντίνος < (άμεσο δάνειο) ιταλική levantino (αναλοτικός) + -ς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλεβαντίνος αρσενικό (θηλυκό λεβαντίνα)
- (σε επιθετική λειτουργία) ο κάτοικος χώρας της Εγγύς Ανατολής που έχει ευρωπαϊκή καταγωγή