Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαχανίδα οι λαχανίδες
      γενική της λαχανίδας των λαχανίδων
    αιτιατική τη λαχανίδα τις λαχανίδες
     κλητική λαχανίδα λαχανίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαχανίδα < μεσαιωνική ελληνική λαχανίδα[1] < ελληνιστική κοινή λαχανίδιον < αρχαία ελληνική λάχανον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαχανίδα θηλυκό

  • (φυτό) ποικιλία λάχανου (Brassica oleracea)
    ※  Τζένη Μαστοράκη, Oι μεγάλοι, (απόσπασμα), στ. 6 (1-6), από την ποιητική συλλογή Διόδια (1972), ※  @ebooks.edu.gr
    Oι μεγάλοι
    κουβαλούν πάντα μέσα τους
    το παιδί που υπήρξαν
    στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο
    το κορίτσι που δεν πρόφτασαν να φιλήσουν
    έναν αγιάτρευτο καημό λαχανίδας.
    ΣτΕ: Η ποιήτρια αναφέρεται στην εποχή της Κατοχής κατά τη διάρκεια της οποίας οι άνθρωποι πέθαιναν από την πείνα και μαγείρευαν λαχανίδες, για να επιβιώσουν.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. λαχανίδα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)

  Πηγές επεξεργασία