Δείτε επίσης: Λαφτσής
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λαφτσής οι λαφτσήδες
      γενική του λαφτσή των λαφτσήδων
    αιτιατική τον λαφτσή τους λαφτσήδες
     κλητική λαφτσή λαφτσήδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Ραγκαβής (κλίση: μπαλωματής)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λαφτσής < οθωμανική τουρκική ;, στην τουρκική lafçı

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /lafˈt͡sis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λαφ‐τσής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λαφτσής αρσενικό (θηλυκό λαφτσίσσα)

Συγγενικά

επεξεργασία