↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λατινικούρα οι λατινικούρες
      γενική της λατινικούρας
    αιτιατική τη λατινικούρα τις λατινικούρες
     κλητική λατινικούρα λατινικούρες
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λατινικούρα < λατινικ(ά) + μεγεθυντικό επίθημα -ούρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λατινικούρα θηλυκό

  • (μειωτικό, μεγεθυντικό, επιτατικό ουσιαστικό) εξεζητημένη λατινική φράση ή λέξη
    ※  ..κατά την οποίαν λόγιοι και γραμματισμένοι αμιλλώνται ποίος να στολίση τους λόγους του και τα γραφόμενά του με περισσότερες λατινικούρες, θεωρούντες την μητρικήν των γλώσσαν αναξίαν , πρόστυχη και τιποτένια.. (Μανόλης Τριανταφυλλίδης, Άπαντα: Ερευνητικά, Αριστοτέλειον Πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, 1963, σελ. 245)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία