λαρυγγορινοωτολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λαρυγγορινοωτολόγος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λαρυγγορινοωτολόγος αρσενικό
- (παρωχημένο) ο ωτορινολαρυγγολόγος
- ※ [...] εἰδικὸς λαρυγγορινοωτολόγος ἰατρὸς δέχεται 9–11 καὶ 3–5 ὁδὸς Πειραιῶς 27 — διαφημιστική καταχώρηση στην εφημερίδα «Αθήναι» φύλλο 5147, 16/29 Ιουνίου 1914, σελ. 4