Δείτε επίσης: Λαναράς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λαναράς οι λαναράδες
      γενική του λαναρά των λαναράδων
    αιτιατική τον λαναρά τους λαναράδες
     κλητική λαναρά λαναράδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαναράς < λανάρα + -άς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαναράς αρσενικό

  1. (επάγγελμα) αυτός που επεξεργάζεται (ξαίνει) το μαλλί ή το βαμβάκι με τη λανάρα, για να το ετοιμάσει για το κλώσιμο
     συνώνυμα: ξάντης
  2. (επάγγελμα) αυτός που κατασκευάζει λανάρες

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία