λαμπηδόνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαμπηδόνα < λαμπηδών
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαμπηδόνα θηλυκό
- (βοτανική, μυθολογία) βότανο της μυθολογίας που έχει την ιδιότητα να φεγγοβολάει το βράδυ
Μεταφράσεις
επεξεργασία λαμπηδόνα
|