Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λαμαρκισμός οι λαμαρκισμοί
      γενική του λαμαρκισμού των λαμαρκισμών
    αιτιατική τον λαμαρκισμό τους λαμαρκισμούς
     κλητική λαμαρκισμέ λαμαρκισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαμαρκισμός < γαλλική lamarckisme < Jean-Baptiste Lamarck

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαμαρκισμός αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία