λαμαρκισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λαμαρκισμός < γαλλική lamarckisme < Jean-Baptiste Lamarck
Ουσιαστικό επεξεργασία
λαμαρκισμός αρσενικό
- (βιολογία) εξελικτική θεωρία του Γάλλου φυσιοδίφη Λαμάρκ, που πρεσβεύει ότι τα όργανα ενός οργανισμού εξελίσσονται βάσει της χρήσης τους (αν κάποιο δεν χρησιμοποιείται, ατροφεί ή εξαφανίζεται)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Lamarckism στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
λαμαρκισμός