Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λαιμοδέτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
λαιμοδέτ
ης
οι
λαιμοδέτ
ες
γενική
του
λαιμοδέτ
η
των
λαιμοδετ
ών
αιτιατική
τον
λαιμοδέτ
η
τους
λαιμοδέτ
ες
κλητική
λαιμοδέτ
η
λαιμοδέτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λαιμοδέτης
<
λαιμ(ός)
+
-ο-
+
-δέτης
<
δένω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λαιμοδέτης
αρσενικό
γραβάτα
,
παπιγιόν
, είδος που δένεται στο λαιμό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λαιμοδέτης
αγγλικά
:
necktie
(en)