Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λαθροϋλοτόμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
/
η
λαθροϋλοτόμ
ος
οι
λαθροϋλοτόμ
οι
γενική
του
/
της
λαθροϋλοτόμ
ου
των
λαθροϋλοτόμ
ων
αιτιατική
τον
/
τη
λαθροϋλοτόμ
ο
τους
/
τις
λαθροϋλοτόμ
ους
κλητική
λαθροϋλοτόμ
ε
λαθροϋλοτόμ
οι
Κατηγορία
όπως «
ζωγράφος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λαθροϋλοτόμος
<
λαθρο-
υλοτόμος
(
-τόμος
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λαθροϋλοτόμος
αρσενικό ή θηλυκό
αυτός που κόβει
παράνομα
δέντρα
για την
ξυλεία
τους
Συγγενικά
επεξεργασία
λαθροϋλοτομία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λαθροϋλοτόμος