Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λαζαρέττο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
λαζαρέττ
ο
τα
λαζαρέττ
α
γενική
του
λαζαρέττ
ου
των
λαζαρέττ
ων
αιτιατική
το
λαζαρέττ
ο
τα
λαζαρέττ
α
κλητική
λαζαρέττ
ο
λαζαρέττ
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λαζαρέττο
< →
δείτε
τη λέξη
λαζαρέτο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λαζαρέττο
ουδέτερο
(
παρωχημένο
)
άλλη γραφή του
λαζαρέτο