Δείτε επίσης: Λαγκαδιά, Λαγκάδια, λαγκάδια

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαγκαδιά οι λαγκαδιές
      γενική της λαγκαδιάς των λαγκαδιών
    αιτιατική τη λαγκαδιά τις λαγκαδιές
     κλητική λαγκαδιά λαγκαδιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαγκαδιά < λαγκάδ(ι) + -ιά[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /laŋ.gaˈðʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐γκα‐διά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαγκαδιά θηλυκό

※  Πατρίδα, σὰν τὸν ἥλιο σου ἥλιος ἀλλοῦ δὲ λάμπει. | Πῶς εἰς τὸ φῶς του λαχταροῦν ἡ θάλασσα κ’ οἱ κάμποι, | Πῶς λουλουδίζουν τὰ βουνά, τὰ δάσ’, ᾑ λαγκαδιὲς | Στέρνοντάς του θυμίαμα μυριάδες μυρωδιές!.
Λορέντζος Μαβίλης, «Εἱς τὴν Πατρίδα» (1922).

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία