Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λήξας
λήξαντας
η λήξασα το λήξαν
      γενική του λήξαντος
λήξαντα
της λήξασας
ληξάσης*
του λήξαντος
    αιτιατική τον λήξαντα τη λήξασα το λήξαν
     κλητική λήξας
λήξαντα
λήξασα λήξαν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λήξαντες οι λήξασες τα λήξαντα
      γενική των ληξάντων των ληξασών των ληξάντων
    αιτιατική τους λήξαντες τις λήξασες τα λήξαντα
     κλητική λήξαντες λήξασες λήξαντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ας, -ασα, -αν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'λήξας', Κατηγορία όπως «λήξαντας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

λήξαντας, -ασα, -αν

  • μορφή του λήξας με νεότερες καταλήξεις

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία

λήξᾰντᾰς