Δείτε επίσης: Λάρνακα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λάρνακα οι λάρνακες
      γενική της λάρνακας των λαρνακών
    αιτιατική τη λάρνακα τις λάρνακες
     κλητική λάρνακα λάρνακες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λάρνακα < αρχαία ελληνική λάρναξ
 
Η χρυσή λάρνακα με το αστέρι της Βεργίνας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λάρνακα θηλυκό

  1. φέρετρο, σαρκοφάγος
  2. κιβώτιο όπου τοποθετείται η τέφρα ή τα οστά ενός νεκρού

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία