λάρναξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | λάρναξ | αἱ | λάρνακες |
γενική | τῆς | λάρνακος | τῶν | λαρνάκων |
δοτική | τῇ | λάρνακῐ | ταῖς | λάρναξῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | λάρνακᾰ | τὰς | λάρνακᾰς |
κλητική ὦ! | λάρναξ | λάρνακες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λάρνακε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λαρνάκοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λάρναξ < προέλευσης από την προελληνική [1] με κατάληξη -αξ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλάρναξ θηλυκό
- κιβώτιο στο οποίο τοποθετούσαν πράγματα του σπιτιού, μπαούλο
- τεφροδόχος ή θήκη για οστά, οστεοθήκη, λάρνακα
- λίκνο στο οποίο τοποθετούνταν τα νεογέννητα βρέφη
Άλλες μορφές
επεξεργασία- νάρναξ στον Ησύχιο
Παράγωγα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- λάρναξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λάρναξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.