Δείτε επίσης: Λάπαθος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λάπαθος οἱ λάπαθοι
      γενική τοῦ λαπάθου τῶν λαπάθων
      δοτική τῷ λαπάθ τοῖς λαπάθοις
    αιτιατική τὸν λάπαθον τοὺς λαπάθους
     κλητική ! λάπαθε λάπαθοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λαπάθω
γεν-δοτ τοῖν  λαπάθοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λάπαθος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λάπαθος, -ου αρσενικό

  • (για σύλληψη ζώων) παγίδα, λάκκος
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Δημόκριτος, Απόσπασμα, 122, @scaife.perseus
    τοὺς βόθρους τοὺς πρὸς τῶν κυνηγῶν σκαπτομένους οἷς ὑπεράνω κόνις λεπτὴ ἐπιχεῖται καὶ φρύγανα ἐπιβάλλεται, ἵνα οἱ λαγωοὶ ἐμπίπτωσιν εἰς αὐτούς, λαπάθους φησὶ καλεῖσθαι.
     συνώνυμα: σιρός

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία