κώδικας Q
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κώδικας Q | οι | κώδικες Q |
γενική | του | κώδικα Q | των | κωδίκων Q |
αιτιατική | τον | κώδικα Q | τους | κώδικες Q |
κλητική | κώδικα Q | κώδικες Q | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κώδικας Q < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Q code → δείτε τις λέξεις κώδικας και Q
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίακώδικας Q αρσενικό
- (ραδιοεπικοινωνίες) κώδικας που χρησιμοποιείται ως συντομογραφία για κοινά μηνύματα, τα οποία αποτελούνται από ακολουθίες που ξεκινούν με το γράμμα Q
- (ραδιοεπικοινωνίες) ειδικός κώδικας από το προαναφερθέν σύνολο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- κώδικας Q στην αγγλική Βικιπαίδεια