Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κύπερη οι κύπερες
      γενική της κύπερης των κυπερών
    αιτιατική την κύπερη τις κύπερες
     κλητική κύπερη κύπερες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κύπερη < ελληνιστική κοινή κύπερος < αρχαία ελληνική κύπειρος < προελληνική [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κύπερη θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.