κωδωνίσκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ko.ðoˈni.skos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κω‐δω‐νί‐σκος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακωδωνίσκος αρσενικό
- (λόγιο) το κουδουνάκι
- (βοτανική) είδος φυτών, η καμπανούλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία κωδωνίσκος
→ δείτε τις λέξεις κουδουνάκι και καμπανούλα |
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- κωδωνίσκος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)