Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κυτταροτοξίνη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
κυτταροτοξίν
η
οι
κυτταροτοξίν
ες
γενική
της
κυτταροτοξίν
ης
των
κυτταροτοξιν
ών
αιτιατική
την
κυτταροτοξίν
η
τις
κυτταροτοξίν
ες
κλητική
κυτταροτοξίν
η
κυτταροτοξίν
ες
Κατηγορία
όπως «
νίκη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κυτταροτοξίνη
<
κύτταρο
+
τοξίνη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κυτταροτοξίνη
θηλυκό
(
βιολογία
):
τοξική
ουσία
ικανή να βλάψει ή να καταστρέψει τα
κύτταρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κυτταροτοξίνη