κυμογράφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κυμογράφος < κύμα + -γράφος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική ondographe)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ci.moˈɣɾa.fos/
Ουσιαστικό επεξεργασία
κυμογράφος αρσενικό
- (ιατρική) άλλη μορφή του κυματογράφος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κυμογράφος
|