κυλινδρόμυλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίακυλινδρόμυλος < κύλινδρος + μύλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακυλινδρόμυλος αρσενικό
- ο σύγχρονος αλευρόμυλος ο οποίος λειτουργεί με ηλεκτρισμό.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κυλινδρόμυλος
|