κυλίνδρωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κυλίνδρωση | οι | κυλινδρώσεις |
γενική | της | κυλίνδρωσης* | των | κυλινδρώσεων |
αιτιατική | την | κυλίνδρωση | τις | κυλινδρώσεις |
κλητική | κυλίνδρωση | κυλινδρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κυλινδρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κυλίνδρωση < κυλινδρώνω + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
κυλίνδρωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κυλινδρώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
κυλίνδρωση
|