Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυβερνοφοβικός η κυβερνοφοβική το κυβερνοφοβικό
      γενική του κυβερνοφοβικού της κυβερνοφοβικής του κυβερνοφοβικού
    αιτιατική τον κυβερνοφοβικό την κυβερνοφοβική το κυβερνοφοβικό
     κλητική κυβερνοφοβικέ κυβερνοφοβική κυβερνοφοβικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυβερνοφοβικοί οι κυβερνοφοβικές τα κυβερνοφοβικά
      γενική των κυβερνοφοβικών των κυβερνοφοβικών των κυβερνοφοβικών
    αιτιατική τους κυβερνοφοβικούς τις κυβερνοφοβικές τα κυβερνοφοβικά
     κλητική κυβερνοφοβικοί κυβερνοφοβικές κυβερνοφοβικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυβερνοφοβικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

κυβερνοφοβικός

  1. που δεν συμπαθεί ή φοβάται το ίντερνετ και κάθε κυβερνοχώρο
  2. (μειωτικό) που είτε δεν απαντάται στο διαδίκτυο, είτε είναι κακοσχεδιασμένος και μη λειτουργικός, είτε είναι μερικώς συμβατός, είτε απαιτεί πληρωμή για στοιχειώδη πρόσβαση, είτε έχει κουραστικές δικλείδες ασφαλείας στο βαθμό που να αποτρέπει την χρήση του
    • Ο Ίσμαρος είναι κυβερνοφοβικός λεξικογράφος. Έχει κερδίσει πολλά χρήματα με τα βιβλία του, όμως η κοινωνία ζυμώνεται με τα λήμματα των κυβερνόφιλων.
  3. (πολιτική) που φοβάται να κυβερνήσει ή να κυβερνηθεί

  Μεταφράσεις επεξεργασία