Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρυπτοχριστιανή οι κρυπτοχριστιανές
      γενική της κρυπτοχριστιανής των κρυπτοχριστιανών
    αιτιατική την κρυπτοχριστιανή τις κρυπτοχριστιανές
     κλητική κρυπτοχριστιανή κρυπτοχριστιανές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρυπτοχριστιανή < κρυπτοχριστιαν(ός) +

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɾi.pto.xɾi.sti̯aˈni/ & /kɾi.pto.xɾi.stçaˈni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρυ‐πτο‐χρι‐στια‐νή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρυπτοχριστιανή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κρυπτοχριστιανός