κρυπτοχριστιανός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρυπτοχριστιανός < κρυπτο- + χριστιανός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kɾi.pto.xɾi.sti̯aˈnos/ & /kɾi.pto.xɾi.stçaˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρυ‐πτο‐χρι‐στια‐νός
Ουσιαστικό επεξεργασία
κρυπτοχριστιανός αρσενικό (θηλυκό κρυπτοχριστιανή)
- αυτός που είναι χριστιανός κρυφά
- ※ Οι έλληνες κρυπτοχριστιανοί έγιναν τυπικά μουσουλμάνοι από φόβο για το μέλλον τους, ενώ κρατούσαν μυστική την πραγματική τους πίστη. (John Hirst, Όσα δεν γνωρίζατε για την περίοδο από τους Βαλκανικούς πολέμους έως την Εθνική Αντίσταση, Μεταίχμιο, 2019)
Συγγενικά επεξεργασία
- κρυπτοχριστιανή
- → δείτε τις λέξεις κρύβω, χριστιανός, Χριστός και χρίω
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κρυπτοχριστιανός