κρυομαγνητισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρυομαγνητισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική cryomagnetism < αρχαία ελληνική κρύος + Μάγνης
Ουσιαστικό επεξεργασία
κρυομαγνητισμός αρσενικό
- (φυσική) ο μαγνητισμός όπως λειτουργεί σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες
Μεταφράσεις επεξεργασία
κρυομαγνητισμός