κρομμυδάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κρομμυδάκι | τα | κρομμυδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κρομμυδάκι | τα | κρομμυδάκια |
κλητική | κρομμυδάκι | κρομμυδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κρομμυδάκι < κρομμύδ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι < κρόμμυον
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρομμυδάκι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο, παρωχημένο) άλλη μορφή του κρεμμυδάκι / υποκοριστικό του κρομμύδι
Μεταφράσεις
επεξεργασία κρομμυδάκι
→ δείτε τη λέξη κρεμμυδάκι |