↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κρομμῠο-
ονομαστική τὸ κρόμμυον τὰ κρόμμυ
      γενική τοῦ κρομμύου τῶν κρομμύων
      δοτική τῷ κρομμύ τοῖς κρομμύοις
    αιτιατική τὸ κρόμμυον τὰ κρόμμυ
     κλητική ! κρόμμυον κρόμμυ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κρομμύω
γεν-δοτ τοῖν  κρομμύοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κρόμμυον < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κρόμμυον, -ου ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία