Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κριντζάρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κριντζάρισμα
τα
κριντζαρίσμα
τ
α
γενική
του
κριντζαρίσμα
τ
ος
των
κριντζαρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
κριντζάρισμα
τα
κριντζαρίσμα
τ
α
κλητική
κριντζάρισμα
κριντζαρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κριντζάρισμα
<
κριντζάρ(ω)
+
-ισμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κριντζάρισμα
ουδέτερο
(
νεολογισμός
,
νεανική
αργκό
) η
ενέργεια
ή το
αποτέλεσμα
του
κριντζάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κριντζάρισμα
αγγλικά
:
cringing
(en)