Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κριντζάρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική cringe + -άρω

  Ρήμα επεξεργασία

κριντζάρω

  • (νεολογισμός, νεανική αργκό) νοιώθω αηδία, αποστροφή, ντροπή, σε συνδυασμό ενδεχομένως και με αμηχανία, εξαιτίας της στάσης ή των πράξεων κάποιου άλλου προσώπου
    ※  Ό,τι είναι πρόστυχο προσωπικά δεν με ενοχλεί. Το θέμα είναι πώς το πουλάς. Άμα κάποιος/-α δεν το στηρίζει, δεν έχει την persona και την πειθώ να το κάνει, το πιο πιθανό είναι να κριντζάρω full ή να πω «μπράβο που έχει τέτοια αυτοπεποίθηση» (δήλωση της ράπερ Ghetto Queen· LiFO.gr (20 Σεπτεμβρίου 2020)· πρόσβαση: 2020-09-20)
    ※  Όχι άλλα βίντεο φερέλπιδων πολιτευτών να χαιρετούν ενθουσιώδεις οπαδούς τους στις λαϊκές αγορές. Κριντζάρει τους θεατές, δεν είναι πρωτότυπο […] (σχόλιο του αρθρογράφου Βασίλη Κ. Κουρουμιχάκη στο Popaganda.gr (22 Ιουνίου 2019, κείμενο: «Όλα Pοpa #106: Πρέπει να δείτε όλες και όλοι το “When They See Us”)· πρόσβαση: 2020-09-20)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία