κρατικισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κρατικισμός < κρατικ(ός) + -ισμός → και δείτε τη λέξη κρατισμός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kɾa.ti.ciˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρα‐τι‐κι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρατικισμός αρσενικό
- (πολιτική) άλλη μορφή του κρατισμός
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κρατικισμός
→ δείτε τη λέξη κρατισμός |