Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κράταιγος οι κράταιγοι
      γενική του κράταιγου των κράταιγων
    αιτιατική τον κράταιγο τους κράταιγους
     κλητική κράταιγε κράταιγοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Crataegus monogyna

  Ετυμολογία επεξεργασία

κράταιγος < αρχαία ελληνική κράταιγος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κράταιγος αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία