Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κούτσαβος οι κούτσαβοι
      γενική του κούτσαβου των κούτσαβων
    αιτιατική τον κούτσαβο τους κούτσαβους
     κλητική κούτσαβε κούτσαβοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κούτσαβος: ίσως < κουτσός· ίσως < αρχαία ελληνική κότταβος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈku.t͡sa.vos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κού‐τσα‐βος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κούτσαβος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)