κούλης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κούλης | οι | κούληδες |
γενική | του | κούλη | των | κούληδων |
αιτιατική | τον | κούλη | τους | κούληδες |
κλητική | κούλη | κούληδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κούλης < (άμεσο δάνειο) αγγλική coolie < από λέξη ινδικής καταγωγής που σημαίνει ημερομίσθιος εργάτης ή σκλάβος < τουρκική köle
Ουσιαστικό
επεξεργασίακούλης αρσενικό
- αχθοφόρος στη νοτιοανατολική Ασία
- οι κούληδες τρώνε σκυφτοί ρύζι με κάρι (Νίκος Καββαδίας, Cambay’s water)