Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουπέπι τα κουπέπια
      γενική του κουπεπιού των κουπεπιών
    αιτιατική το κουπέπι τα κουπέπια
     κλητική κουπέπι κουπέπια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουπέπι < (άμεσο δάνειο) αραβική كبابة‎ (kabāba) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουπέπι ουδέτερο (συνήθως στον πληθυντικό: κουπέπια)

  • (ιδιωματικό, κυπριακά, γαστρονομία) ντολμάς
    Στρώνουμε λίγα κληματόφυλλα στον πάτο της κατσαρόλας για να μην κολλήσουν τα κουπέπια κατά το μαγείρεμα και τα βάζουμε κυκλικά σε σειρές μέσα στην κατσαρόλα, με την ένωση του τυλίγματος προς τα κάτω ώστε να μην ανοίξουν. Προσθέτουμε τον πολτό ντομάτας και νερό τόσο, ώστε να τα καλύπτει. (* εφημερίδα Καθημερινή)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία