κουμκανατζής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουμκανατζής < κουμκάν + -ατζής σε περιστασιακή προφορική σύνθεση
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kum.ka.naˈd͡zis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κουμ‐κα‐να‐τζής
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουμκανατζής αρσενικό (θηλυκό κουμκανατζού)
- (προφορικό) ο χαρτοπαίκτης του κουμκάν, ή που έχει μανία με το κουμκάν
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουμκανατζής
|