κουμκάν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουμκάν < (λόγιο δάνειο) αγγλική cooncan με ανομοίωση [ŋk] > [mk] (συγκρίνετε με το κουνκάν) και μετακίνηση τόνου κατά τα γαλλικά [1] < (ίσως) ισπανική έκφραση ¿con quién? (με ποιον; [2]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kumˈkan/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κουμ‐κάν
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουμκάν ουδέτερο άκλιτο
Άλλες γραφές επεξεργασία
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- κουμκάν στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κουμκάν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.