κουνκάν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κουνκάν < (λόγιο δάνειο) αγγλική cooncan με μετακίνηση τόνου κατά τα γαλλικά [1] → και δείτε τη λέξη κουμκάν
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kuŋˈkan/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κουν‐κάν
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουνκάν ουδέτερο άκλιτο
- (χαρτοπαίγνιο) άλλη μορφή του κουμκάν
Μεταφράσεις
επεξεργασία κουνκάν
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κουνκάν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας