κουβαράς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ku.vaˈɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐βα‐ράς
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουβαράς αρσενικό
- (επάγγελμα) ο παρασκευαστής και πωλητής κουβαριών
Συγγενικά
επεξεργασία- Κουβαράς (επώνυμο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία κουβαράς
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- κουβαράς - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)