↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κορύτος οι κορύτοι
      γενική του κορύτου των κορύτων
    αιτιατική τον κορύτο τους κορύτους
     κλητική κορύτο κορύτοι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κορύτος < (άμεσο δάνειο) σλαβικής προέλευσης koryto • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κορύτος αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία