κορύτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κορύτος | οι | κορύτοι |
γενική | του | κορύτου | των | κορύτων |
αιτιατική | τον | κορύτο | τους | κορύτους |
κλητική | κορύτο | κορύτοι | ||
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κορύτος < (άμεσο δάνειο) σλαβικής προέλευσης koryto • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίακορύτος αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κορύτος
|