Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κορόδιο τα κορόδια
      γενική του κορόδιου των κορόδιων
    αιτιατική το κορόδιο τα κορόδια
     κλητική κορόδιο κορόδια
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο.
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κορόδιο < κορόιδο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κορόδιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία