κορδάκισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κορδάκισμα < ελληνιστική κοινή κορδάκισμα < κορδακίζω < αρχαία ελληνική κόρδαξ
Ουσιαστικό επεξεργασία
κορδάκισμα ουδέτερο
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κορδακίζω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κορδάκισμα
|