κορδακίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κορδακίζω < ελληνιστική κοινή κορδακίζω < αρχαία ελληνική κόρδαξ
Ρήμα
επεξεργασίακορδακίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κόρδακας
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κορδακίζω | κορδάκιζα | θα κορδακίζω | να κορδακίζω | κορδακίζοντας | |
β' ενικ. | κορδακίζεις | κορδάκιζες | θα κορδακίζεις | να κορδακίζεις | κορδάκιζε | |
γ' ενικ. | κορδακίζει | κορδάκιζε | θα κορδακίζει | να κορδακίζει | ||
α' πληθ. | κορδακίζουμε | κορδακίζαμε | θα κορδακίζουμε | να κορδακίζουμε | ||
β' πληθ. | κορδακίζετε | κορδακίζατε | θα κορδακίζετε | να κορδακίζετε | κορδακίζετε | |
γ' πληθ. | κορδακίζουν(ε) | κορδάκιζαν κορδακίζαν(ε) |
θα κορδακίζουν(ε) | να κορδακίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κορδάκισα | θα κορδακίσω | να κορδακίσω | κορδακίσει | ||
β' ενικ. | κορδάκισες | θα κορδακίσεις | να κορδακίσεις | κορδάκισε | ||
γ' ενικ. | κορδάκισε | θα κορδακίσει | να κορδακίσει | |||
α' πληθ. | κορδακίσαμε | θα κορδακίσουμε | να κορδακίσουμε | |||
β' πληθ. | κορδακίσατε | θα κορδακίσετε | να κορδακίσετε | κορδακίστε | ||
γ' πληθ. | κορδάκισαν κορδακίσαν(ε) |
θα κορδακίσουν(ε) | να κορδακίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κορδακίσει | είχα κορδακίσει | θα έχω κορδακίσει | να έχω κορδακίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κορδακίσει | είχες κορδακίσει | θα έχεις κορδακίσει | να έχεις κορδακίσει | ||
γ' ενικ. | έχει κορδακίσει | είχε κορδακίσει | θα έχει κορδακίσει | να έχει κορδακίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κορδακίσει | είχαμε κορδακίσει | θα έχουμε κορδακίσει | να έχουμε κορδακίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κορδακίσει | είχατε κορδακίσει | θα έχετε κορδακίσει | να έχετε κορδακίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κορδακίσει | είχαν κορδακίσει | θα έχουν κορδακίσει | να έχουν κορδακίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κορδακίζω
|