ασχημονώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασχημονώ < αρχαία ελληνική ἀσχημονέω-ῶ
Ρήμα
επεξεργασίαασχημονώ, πρτ.: ασχημονούσα, στ.μέλλ.: θα ασχημονήσω, αόρ.: ασχημόνησα
- συμπεριφέρομαι άσεμνα, άπρεπα, διαπράττω ασχημίες, ανάρμοστες πράξεις
Εκφράσεις
επεξεργασία- έξεστιν Κλαζομενίοις ασχημονείν: (αρχαιοπρεπές) έκφραση που χρησιμοποιείται απαξιωτικά για απρεπή συμπεριφορά ανθρώπων
Μεταφράσεις
επεξεργασία ασχημονώ
|