Ετυμολογία

επεξεργασία
ασχημονώ < αρχαία ελληνική ἀσχημονέω-ῶ

ασχημονώ, πρτ.: ασχημονούσα, στ.μέλλ.: θα ασχημονήσω, αόρ.: ασχημόνησα

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία