Ετυμολογία

επεξεργασία

ασχημονώ, πρτ.: ασχημονούσα, στ.μέλλ.: θα ασχημονήσω, αόρ.: ασχημόνησα

Εκφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία