κορασιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κορασιά | οι | κορασιές |
γενική | της | κορασιάς | των | κορασιών |
αιτιατική | την | κορασιά | τις | κορασιές |
κλητική | κορασιά | κορασιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κορασιά < μεσαιωνική ελληνική κορασία < κοράσι / κοράσιν < ελληνιστική κοινή κοράσιον < αρχαία ελληνική κόρη
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ko.ɾaˈsça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ρα‐σιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
κορασιά θηλυκό
- άλλη μορφή του κοράσι