κονσερτίνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κονσερτίνα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική concertina
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kon.seɾˈti.na/
Ουσιαστικό επεξεργασία
κονσερτίνα θηλυκό
- (μουσικό όργανο) τύπος μικρού ακορντεόν
- λεπιδοφόρο σύρμα σε κουλούρα που μπορεί να ξεδιπλωθεί (όπως το μουσικό όργανο) και να δημιουργήσει φράχτη
- ※ Το πρώτο τμήμα του φράχτη θα έχει μήκος 500 μ. και ύψος 1,8 μ. και κατασκευάζεται από κονσερτίνα (λεπιδοφόρο σύρμα) και αγκαθωτό συρματόπλεγμα [1]
Δείτε επίσης επεξεργασία
- concertina στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
κονσερτίνα
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Σοφία Βούλτεψη «Στιγμές Έβρου σε έξι χώρες», από liberal.gr. Δημοσίευση 2021-07-11. Πρόσβαση 2021-07-13.