κονσεπτουαλισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κονσεπτουαλισμός < γαλλική conceptualisme < μεσαιωνική λατινική conceptualis < λατινική conceptus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος concipio
Ουσιαστικό
επεξεργασίακονσεπτουαλισμός αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία κονσεπτουαλισμός
|