Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κομφέττο τα κομφέττα
      γενική του κομφέττου των κομφέττων
    αιτιατική το κομφέττο τα κομφέττα
     κλητική κομφέττο κομφέττα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κομφέττο < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /koɱˈfe.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κομ‐φέτ‐το

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κομφέττο ουδέτερο

  • (γλυκό) άλλη γραφή του κομφέτο
    ※  Μουσταλευριὲς καὶ κομφέττο - κυδωνόπαστο - ἀπλώνονται σὲ σειρὲς μὲ δαφνόφυλλα, τουμάτσι ζυμώνεται γιὰ τὸ χειμώνα κάθεται σὲ λεπτὲς λουρίδες καὶ στεγνώνει ἀπάνω σὲ σεντόνια στὸν ἴσκιο.
    Μαρίνου Κοσμετάτου, Ελένη (1977). Ιστορία της αγροτικής & αστικής ενδυμασίας στην Κεφαλονιά. Αργοστόλι: Κοργιαλένειο Μουσείο. σελ. 42. 

  Μεταφράσεις επεξεργασία